αίρα

αίρα
(I)
η (Α αἶρα)
(Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών
νεοελλ.
ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν πιθ. δάνεια από κάποια ανατολική γλώσσα. Ο τ. είρα προήλθε από αναλογική επίδραση της λ. ψείρα, που είναι επίσης παράσιτο τών σιτηρών. Γι' αυτό, κατά τον Φάβη, ο τ. ορθογραφείται με -ει- και όχι με -ι-, ως *ίρα.
ΠΑΡ. αρχ. αἰρικός (αἰρολογῶ)
μσν.
αἴρινός*
νεοελλ.
αιριάρης.
ΣΥΝΘ. (αρχ. μσν.) αἰρόπινον
νεοελλ.
αιροκόσκινο, αιρόσιτα].
————————
(II)
αἶρα, η (Α)
σφυρί (τού σιδηρουργού) και, κατά τον Ησύχιο, αξίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. πιθ. συνδέεται ετυμολογικά με το ἀείρω, αἴρω, που όμως δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἴρα — αἴρᾱ , αἶρα hammer fem nom/voc/acc dual αἴρᾱ , αἶρα hammer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴρᾳ — αἴρᾱͅ , αἶρα hammer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίρα ή είρα — Φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών, κοινότατο ζιζάνιο σε όλη την Ελλάδα, ιδίως του σιταριού και του κριθαριού. Η επιστημονική του ονομασία είναι λόλιο το μεθυστικό. Τα σπέρματά του περιέχουν μια τοξική ουσία, που οφείλεται σε συμβίωση με το… …   Dictionary of Greek

  • αἴρας — αἴρᾱς , αἶρα hammer fem acc pl αἴρᾱς , αἶρα hammer fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰράων — αἰρά̱ων , αἶρα hammer fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴραν — αἴρᾱν , αἶρα hammer fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰρέων — αἶρα hammer fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰρῶν — αἶρα hammer fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴραις — αἶρα hammer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴρης — αἶρα hammer fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”